Ανευπλοειδία

Όρος που επενόησε το 1922 ο Σουηδός βοτανολόγος G. Täckholm, προκειμένου να χαρακτηρίσει την κατάσταση στην οποία ο αριθμός των χρωμοσωμάτων ενός κυττάρου, οργανισμού κ.τ.λ. δεν είναι πολλαπλάσιος του κανονικού απλοειδούς αριθμού. Ο όρος πλάστηκε στα νέα λατινικά από το ελληνικό στερητικό -αν, το επίρρημα -ευ που σημαίνει καλός, το επίθημα -πλοειδία από το θέμα -πλος το οποίο προέρχεται από το pel της Ι.Ε. που σημαίνει πτυχώνω.